γερμός

γερμός
ο см. γέρμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γερμός" в других словарях:

  • γέρμος — η, ο ο έρμος, ο έρημος. ο ονομασία τού ψαριού Θύννος ο μακρόπτερος, λευκός τόννος …   Dictionary of Greek

  • γερμός — ο [γέρνω] 1. η κλίση προς τα κάτω 2. η κλίση σκάφους προς τη μια πλευρά …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»